-
1 κερατίζω
A butt with horns: metaph.,κ. τοῖς ποταμοῖς LXX Ez.32.2
, cf. Ph.1.57: c.acc., gore,ἐὰν κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα LXX Ex.21.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατίζω
См. также в других словарях:
κερατίζω — (ΑΜ κερατίζω) [κέρας] χτυπώ κάποιον με τα κέρατα, κουτουλώ («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῡρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ) αρχ. καταβάλλω κάποιον … Dictionary of Greek